- τρισακχαρίτης
- ο, Νχημ. ολιγοσακχαρίτης που προέρχεται από τρία μόρια μονοσακχαριτών με την αποβολή δύο μορίων νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trisaccharide < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + saccharide < σάκχαρον + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.